Δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ η κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Οικονομικών, και Δικαιοσύνης με την οποία καθορίζονται τα θέματα της συγκρότησης και εσωτερικής οργάνωσης των Συμβουλίων Ιδιοκτησίας Δασών, Δασικών, Χορτολιβαδικών και Βραχωδών Εκτάσεων (ΣΙΔΒΧΕ) των περιοχών που δεν ισχύει το τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου (περιοχές του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62 του ν. 998/1979).

Τα ΣΙΔΧΒΕ επιλαμβάνονται της διοικητικής αναγνώρισης εκ μέρους του Δημοσίου της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων ιδιωτών ή νομικών προσώπων επί των δασών, των δασικών εκτάσεων, των χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων που βρίσκονται στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης, των Νομών Λέσβου, Σάμου, Χίου και Κυκλάδων, των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων, της Δωδεκανήσου, πλην των νήσων που ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός καθώς και της περιοχής της Μάνης όπως αυτή ορίζεται από διοικητικά όρια των Καλλικρατικών Δήμων Ανατολικής και Δυτικής Μάνης.

Σύμφωνα με την πρόσφατη ΚΥΑ:

Τα ΣΙΔBΧΕ (εφεξής συμβούλιο) συγκροτούνται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του ΥΠΕΝ, με μέριμνα της Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών του ΥΠΕΝ. (Σημ. dasarxeio: προφανώς, θα αποτελεί αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Δασών).

Ο Πρόεδρος και τα μέλη κάθε Συμβουλίου με τους αναπληρωτές τους ορίζονται επί διετή θητεία.

Σε κάθε Συμβούλιο, με την απόφαση συγκρότησης, ορίζεται γραμματέας, από τους υπαλλήλους που υπηρετούν στη Διεύθυνση Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών ή στη Διεύθυνση Δασών της έδρας του Συμβουλίου (δείτε το άρθρο 1 της ΚΥΑ).

Συνιστάται Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών, Δασικών, Χορτολιβαδικών και Βραχωδών Εκτάσεων, με έδρα την Ρόδο και τοπική αρμοδιότητα την περιφέρεια της Δωδεκανήσου, πλην των νήσων όπου ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός. (Το άρθρο 8Α του ν. 998/79 προβλέπει τη σύσταση τουλάχιστον τεσσάρων Συμβούλιων Ιδιοκτησίας, που έχουν αντίστοιχα ως έδρα την Κέρκυρα, το Ηράκλειο Κρήτης, τη Μυτιλήνη και τον ΠειραιάΜε την έκδοση της ΚΥΑ, πρόστίθεται και πέμπτο Συμβούλιο.)

Η αίτηση για την αναγνώριση της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των ως άνω εκτάσεων υποβάλλεται στο Δασαρχείο ή στην άνευ Δασαρχείων Διεύθυνση Δασών στην περιφέρεια των οποίων κείται η έκταση επί της οποίας προβάλλονται από τους αιτούντες δικαιώματα και παίρνει αριθμό πρωτοκόλλου. (άρθρο 2, παρ. 1)

Ο αιτών δύναται με την αίτηση να προτείνει και μάρτυρες προς εξέταση, γνωστοποιώντας το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα, την κατοικία και την ακριβή διεύθυνση αυτών. Τυχόν αποζημιώσεις ή έξοδα μαρτύρων βαρύνουν τον προτείνοντα αυτούς. (άρθρο 2, παρ. 4)

Συλλογή και έρευνα αποδεικτικού υλικού (άρθρο 3)

Μετά την υποβολή της αίτησης, το οικείο Δασαρχείο ή Διεύθυνση Δασών άνευ Δασαρχείου προβαίνει στην σύνταξη τεκμηριωμένης έκθεσης περί της ύπαρξης τίτλων ιδιοκτησίας του Δημοσίου ή άλλων επαρκών στοιχείων απόδειξης της κυριότητας του Δημοσίου, όπως πράξεις μίσθωσης, παραχώρησης ή άλλης εκμετάλλευσης, αξιοποίησης και προστασίας της έκτασης ως δημόσιας.

Εν κατακλείδι της έκθεσης διατυπώνει σαφή και αιτιολογημένη πρόταση περί αποδοχής ή απόρριψης της αίτησης και ο πλήρης φάκελος διαβιβάζεται στον Γραμματέα του Συμβουλίου.

Ορισμός εισηγητή και δικασίμου (άρθρο 4)

Μετά την αποστολή του φακέλου της υπόθεσης στο Συμβούλιο, ο Πρόεδρος αυτού ορίζει με πράξη του εισηγητή ένα εκ των μελών του Συμβουλίου καθώς και ημερομηνία δικασίμου.

Ο Πρόεδρος μπορεί οποτεδήποτε ν’ αντικαταστήσει τον εισηγητή, με νεώτερη πράξη του, μνημονεύοντας και τους λόγους της αντικατάστασης. Μπορεί επίσης να ορίσει δικάσιμο συντομότερη της αρχικώς ορισθείσας είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων.

Καθήκοντα εισηγητή (άρθρο 5)

1. Ο εισηγητής επιμελείται της συγκέντρωσης παντός στοιχείου χρήσιμου για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, συντάσσει εγγράφως την εισήγηση του, στην οποία πρέπει να περιέχεται και αιτιολογημένη πρόταση περί αποδοχής ή απόρριψης της αίτησης.

2. Οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής για την συγκέντρωση στοιχείων υποχρεούνται να τα αποστείλουν εντός της τασσόμενης από τον εισηγητή προθεσμίας. Εάν η αρχή αδυνατεί να ανταποκριθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, ειδικά αιτιολογημένης, οφείλει εντός πέντε (5) τουλάχιστον ημερών πριν από την εκπνοή της να γνωστοποιήσει εγγράφως στον εισηγητή τους λόγους καθυστέρησης, τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υπόθεση και τα στοιχεία επικοινωνίας του καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.

Διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου (άρθρο 6)

1. Το Συμβούλιο προβαίνει αυτεπαγγέλτως στην εξέταση της δικαιοδοσίας, ως και της καθ’ ύλην κατά τόπον αρμοδιότητας του. Αρμόδιο κατά τόπον είναι το Συμβούλιο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η αιτούμενη προς αναγνώριση έκταση.

2. Εάν το Συμβούλιο κρίνει ότι η υπόθεση υπάγεται στην κατά τόπον αρμοδιότητα άλλου Συμβουλίου, παραπέμπει την υπόθεση σ’ αυτό με πράξη του, η οποία είναι υποχρεωτική για το Συμβούλιο προς το οποίο γίνεται η παραπομπή.

3. Για τα θέματα της εξαίρεσης και της αποχής των μελών του Συμβουλίου, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α ́ 45).

4. Η ενώπιον του Συμβουλίου συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση της έγγραφης εισήγησης του εισηγητή. Αντίγραφο της εισήγησης δίνεται στα μέλη του Συμβουλίου τουλάχιστον δύο (2) ημέρες προ της δικασίμου. Αντίγραφο της εισήγησης μπορεί να δοθεί και στον αιτούντα, εφόσον το ζητήσει.

Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου καλείται να παραστεί και ο αιτών, με πρόσκληση του Γραμματέα προς αυτόν ή τον αντίκλητό του προ τριών (3) πλήρων ημερών. Ο αιτών παρίσταται ενώπιον του Συμβουλίου προς ανάπτυξη των ισχυρισμών του είτε αυτοπροσώπως, είτε με δικηγόρο, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων περί παραστάσεως και εκπροσωπήσεως.

Τα νομικά πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου παρίστανται κατά τις κείμενες περί δικαστικής εκπροσώπησής τους διατάξεις.

5. Το Συμβούλιο εξετάζει τους προταθέντες από τον αιτούντα μάρτυρες, ο οποίος δύναται να παραστεί κατά την εξέταση τους, καθώς και άλλους μάρτυρες της επιλογής του.

Οι προτεινόμενοι από τον αιτούντα μάρτυρες γνωστοποιούνται στο Συμβούλιο με την αίτηση του ή με ιδιαίτερο έγγραφο που κατατίθεται στο Γραμματέα του Συμβουλίου πριν την ορισθείσα συνεδρίαση αυτού, ενημερώνονται δε για την ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης με επιμέλεια του αιτούντος. Οι μάρτυρες που επιλέγονται από το Συμβούλιο καλούνται από αυτό τουλάχιστον 3 ημέρες πριν την ορισθείσα συνεδρίαση, δυναμένης της πρόκλησης να σταλεί και ηλεκτρονικά. Το Συμβούλιο οφείλει να εξετάσει έναν (1) τουλάχιστον από τους προτεινόμενους από τον αιτούντα μάρτυρες. Η εξέταση των μαρτύρων μπορεί να γίνει με τηλεδιάσκεψη. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 408 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περί της όρκισης και της εξέτασης του μάρτυρα συντάσσεται έκθεση, η οποία υπογράφεται από τον μάρτυρα και τον εξετάζοντα, καθώς και από τον αιτούντα, εφ’ όσον παρίσταται.

6. Μετά την ανάγνωση της εισήγησης, την εξέταση των μαρτύρων και την αποχώρηση των τυχόν παραστάντων ενδιαφερομένων, διεξάγεται συζήτηση μεταξύ των μελών του Συμβουλίου, τηρουμένων πρακτικών από τον Γραμματέα και τελικά ο Πρόεδρος διατυπώνει σε περίληψη, επί της εισήγησης, την ληφθείσα γνώμη του Συμβουλίου, χρονολογουμένη και υπογραφομένη από τα μέλη, ως και την γνώμη της τυχόν μειοψηφίας και ο φάκελος παραδίδεται στον Γραμματέα.

Διενέργεια ειδικής έρευνας και πραγματογνωμοσύνης (άρθρο 7)

1. Το Συμβούλιο μπορεί, με απόφασή του, να ζητήσει την αποστολή παντός χρησίμου εγγράφου από άλλες δημόσιες υπηρεσίες καθώς και την διενέργεια ειδικής έρευνας ή πραγματογνωμοσύνης, προς διαμόρφωση ασφαλούς κρίσεως περί των προβαλλομένων ιδιωτικών δικαιωμάτων.

2. Η ως άνω ειδική έρευνα ενεργείται παρ’ ενός ή δύο υπαλλήλων κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) με Α’ βαθμό, κλάδου ειδικότητας αναλόγου προς το αντικείμενο της έρευνας, οι οποίοι διορίζονται από το Συμβούλιο. Μετά την διεξαγωγή της έρευνας συντάσσεται αμελλητί έκθεση που υποβάλλεται στο Συμβούλιο.

3. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται με απόφαση του Συμβουλίου, με την οποία διορίζονται ένας ή περισσότεροι πραγματογνώμονες, καθορίζονται τα ζητήματα επί των οποίων θα γνωμοδοτήσουν αυτοί, καθώς και η προθεσμία, εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί η έκθεση της πραγματογνωμοσύνης στο Συμβούλιο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου. Οι διορισθέντες πραγματογνώμονες μπορούν να αντικατασταθούν από το Συμβούλιου για εύλογη αιτία.

Οι πραγματογνώμονες πριν κάθε ενέργεια ορκίζονται, κατά τα άρθρα 385 και 408 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ότι θα επιτελέσουν ευσυνειδήτως τα καθήκοντα τους.

Κατά τα λοιπά επί της πραγματογνωμοσύνης εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αμοιβή αυτών βαρύνει τον αιτούντα την αναγνώριση.

Συνεκδίκαση (άρθρο 8)

Το Συμβούλιο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων αιτήσεων μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων ενδιαφερομένων εάν οι υποβληθείσες αιτήσεις αναγνωρίσεως, έστω και αντίθετες, αφορούν στην ίδια έκταση ή σε συνεχόμενα τμήματα.

Παραίτηση από την αίτηση (άρθρο 9)

1. Η παραίτηση από την αίτηση γίνεται με έγγραφη δήλωση που κατατίθεται στο Συμβούλιο ή προφορικά ενώπιον του Συμβουλίου, από τον αιτούντα ή από πληρεξούσιο του αιτούντα εφοδιασμένου με ειδικό πληρεξούσιο.

2. Παραίτηση που γίνεται με έγγραφη δήλωση που κατατίθεται στο Συμβούλιο πριν την δικάσιμο, γίνεται δεκτή με πράξη του Προέδρου, ενώ παραίτηση που υποβάλλεται προφορικά ενώπιον του Συμβουλίου γίνεται δεκτή με απόφαση του Συμβουλίου.

3. Παραίτηση περιέχουσα όρους ή αιρέσεις θεωρείται ως μη γενομένη.

4. Ανάκληση γενομένης παραίτησης δεν επιτρέπεται.

Απαράδεκτο δεύτερης αίτησης (άρθρο 10)

Δεύτερη αίτηση του ίδιου προσώπου αποσκοπούσα στην διοικητική αναγνώριση εκ μέρους του Δημοσίου της κυριότητος ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων του αιτούντος επί της ίδιας έκτασης είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται ως τέτοια με απόφαση του Συμβουλίου.

Διαδικασία μετά την έκδοση της γνωμοδότησης (άρθρο 11)

1. Ο Γραμματέας καθαρογράφει, τα πρακτικά στο τηρούμενο βιβλίο πρακτικών του Συμβουλίου. Στο τέλος κάθε συνεδρίασης το βιβλίο πρακτικών υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα και στο περιθώριο από τον οικείο εισηγητή κάθε υπόθεσης.

2. Ακριβές απόσπασμα της γνωμοδότησης του Συμβουλίου κοινοποιείται από τον Γραμματέα στον αιτούντα ή στον τυχόν ορισθέντα αντίκλητο αυτού.

3. Ταυτόχρονα ο φάκελος, με αντίγραφο της γνωμοδότησης υποβάλλεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γενική Διεύθυνση Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος, Διεύθυνση Προστασίας Δασών, για την εισήγησή της προς αποδοχή ή μη εν όλω ή εν μέρει από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 8Α ν. 998/1979, εφόσον εκδοθεί θετική, υπέρ της αναγνώρισης ιδιωτικών δικαιωμάτων επί δασικής ή χορτολιβαδικής έκτασης γνωμοδότηση, ο Υπουργός μπορεί να αποδεχθεί την γνωμοδότηση είτε να απορρίψει την αίτηση του ενδιαφερομένου με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση. Ο Υπουργός δεν μπορεί να τροποποιήσει τη γνωμοδότηση εις βάρος του Δημοσίου.

4. Η απορριπτική γνωμοδότηση υποβάλλεται από την Διεύθυνση Προστασίας Δασών αφενός στον Υπουργό για αποδοχή αφετέρου στην αρμόδια δασική αρχή, για την λήψη παντός πρόσφορου μέτρου προστασίας της δημοσίας έκτασης. Εφόσον εκδοθεί υπουργική απόφαση αποδεχόμενη την απορριπτική γνωμοδότηση, κοινοποι- είται στον αιτούντα και την αρμόδια δασική υπηρεσία.

5. Η θετική υπέρ του αιτούντος γνωμοδότηση υποβάλλεται στον υπουργό προς αποδοχή ή μη. Η εκτέλεση της απόφασης που αποδέχεται θετική γνωμοδότηση συνίσταται στην παράδοση, από το οικείο Δασαρχείο ή Διεύθυνση Δασών άνευ Δασαρχείου, της αναγνωριζόμενης ως μη δημόσιας έκτασης με λεπτομερές πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής στον αναγνωρισθέντα ως δικαιούχο. Η απορριπτική της αίτησης απόφαση κοινοποιείται στον αιτούντα και υποβάλλεται στην αρμόδια δασική αρχή, για την λήψη παντός πρόσφορου μέτρου προστασίας της δημοσίας έκτασης

6. Μετά την κοινοποίηση της απόφασης του Υπουργού και εφ’ όσον επερατώθη η διαδικασία είναι δυνατή η επιστροφή των υποβληθέντων δικαιολογητικών (συμβολαίων, τίτλων, πιστοποιητικών κ.λπ.) στους υποβάλλοντες αυτά, κατόπιν αιτήσεως τους.

Όργανα επιδόσεως (άρθρο 12)

1. Οι επιδόσεις που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση γίνονται με δικαστικό επιμελητή ή με κάθε άλλο δημόσιο όργανο.

2. Η επίδοση γίνεται κατόπιν παραγγελίας, διδομένης εγγράφως από τον επιμελούμενο αυτής.

Τηρούμενα βιβλία (άρθρο 13)

1. Ο Γραμματέας κάθε Συμβουλίου τηρεί τα κάτωθι βιβλία:

α) Βιβλίο πρωτοκόλλου εισερχομένων και εξερχόμενων εγγράφων, στο οποίο καταχωρούνται και οι αιτήσεις αναγνώρισης δικαιωμάτων επί εκτάσεων.

β) Βιβλίο διακινήσεως φακέλων, στο οποίο καταχωρούνται οι εκάστοτε πραγματοποιούμενες αποστολές των φακέλων, στον οριζόμενο εισηγητή, και στη συνέχεια όπου χρειάζεται κατά το στάδιο της στο Συμβούλιο διαδικασίας.

γ) Βιβλίο πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου που τηρείται, όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 11 της παρούσας.

Μεταβατική διάταξη (άρθρο 14)

Μέχρι τη συγκρότηση των Συμβουλίων Ιδιοκτησίας Δασών, Δασικών Χορτολιβαδικών και Βραχωδών Εκτάσεων που κείνται στις περιοχές του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62 του ν. 998/1979 (ΣΙΔΒΧΕ), αρμόδια για τη διοικητική αναγνώριση της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των ανωτέρω εκτάσεων είναι τα Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών (ΣΙΔ) του άρθρου 8 ν. 998/1979.

Μετά τη συγκρότηση των ΣΙΔΒΧΕ, οι εκκρεμείς ενώπιον των ΣΙΔ υποθέσεις των ανωτέρω εκτάσεων του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 62 του ν. 998/1979, αποστέλλονται στο οικείο ΣΙΔΒΧΕ.

Πηγή: dasarxeio.com